- σύμφορος
- -η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω]1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)3. ευνοϊκόςαρχ.1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφοροντο συμφέρον3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τόν συμφέρει περισσότερο.
Dictionary of Greek. 2013.